αγαθοπρεπής

αγαθοπρεπής
ἀγαθοπρεπής, -ές (Μ)
1. αυτός που αρμόζει στο αγαθό
2. επίρρ. ἀγαθοπρεπῶς
όπως ταιριάζει, όπως αρμόζει στο αγαθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + πρέπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”